κατακιτρινίζω

κατακιτρινίζω
κατακιτρίνισα, κατακιτρινισμένος
1. γίνομαι πολύ κίτρινος, καταχλομιάζω: Από το φόβο του κατακιτρίνισε.
2. χρωματίζω κάτι πολύ κίτρινο: Το κατακιτρίνισες το πουκάμισο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατακιτρινίζω — [κατακίτρινος] 1. γίνομαι εντελώς κίτρινος, κιτρινίζω πάρα πολύ 2. καταχλωμιάζω, γίνομαι κάτωχρος 3. χρωματίζω κάτι εντελώς κίτρινο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”